- κομβοθηλύκιον
- κομβοθηλύκιον, τὸ (Μ)η πόρπη με την οποία κουμπωνόταν το χειρόγραφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + θηλύκιον «θηλυκωτήρας χειρογράφου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομβοθηλυκόβουλλα — κομβοθηλυκόβουλλα, τά (Μ) 1. τα θηλυκωτήρια με τα οποία κουμπώνονταν τα χειρόγραφα 2. στρογγυλά στολίδια χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβοθηλύκιον + βούλλα] … Dictionary of Greek